- ἐμαρτυρήθησαν
- были засвидетельствованы
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐμαρτυρήθησαν — μαρτυρέω bear witness aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)